- υπερικταίνομαι
- Α(επικ. τ.) κινούμαι με υπερβολική ταχύτητα («γούνατα δ' ἐρρώσαντο, πόδες δ' ὑπερικταίνοντο», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά σε χωρίο τής Οδύσσειας και ερμηνεύεται από τους μελετητές με διάφορους τρόπους. Κατά μία άποψη, το ρ. είναι σύνθ. από το ὑπερ-* και το ρ. ἰκταίνω «χτυπώ, ωθώ» (βλ. λ. ικταίνω). Κατά τον Ησύχ., ο τ. πρέπει να διαβαστεί ὑποακταίνοντο και συνδέεται με το ρ. ἀκταίνω* «σηκώνω, ορθώνω το ανάστημά μου»].
Dictionary of Greek. 2013.